- φθισιοφοβία
- η, Νιατρ. φανταστικός και αδικαιολόγητος φόβος ατόμου που έχει την έμμονη ιδέα ότι πάσχει από φυματίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθίση /-ις + φοβία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθισιοφοβία — η φανταστικός φόβος ανθρώπου που κατέχεται από την έμμονη ιδέα ότι είναι φθισικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)